- οδοντόγλωσσο
- τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. odontoglossum < ὀδούς, ὀδόντος + γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.